λειαντήρας

λειαντήρας
λειαντήρας, ο και λειαντήριο, το
κάθε εργαλείο με το οποίο λειαίνεται μια επιφάνεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λειαντήρας — ο (Α λειαντήρ και λεαντήρ, ῆρος, θηλ. λεάντειρα) [λειαίνω] αυτός που κάνει κάτι λείο νεοελλ. εργαλείο με το οποίο λειαίνονται επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • λεαντήρ — λεαντήρ, ῆρος, ό θηλ. λεάντειρα (Α) βλ. λειαντήρας …   Dictionary of Greek

  • λειαντήριο — το (Α λειαντήριον και λεαντήριον) [λειαίνω] ο λειαντήρας …   Dictionary of Greek

  • λιαντήρ — λιαντήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. λειαντήρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”